- Μεντορουργης
- ΜεντορουργήςΜεντορ-ουργής2сделанный Ментором Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεντορουργής — μεντορουργής, ές (Α) [Μέντωρ] ο κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος από τον Μέντορα … Dictionary of Greek
Μεντορουργής — wrought by Mentor masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)